- αργηεις
- ἀργήεις-ήεσσα -ῆεν, дор. ἀργάεις, стяж. ἀργᾷς Pind. = ἀργής
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
ἀργήεις — white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντας — ἀργήεις white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντες — ἀργήεις white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεντος — ἀργήεις white masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεσσα — ἀργήεις white fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεσσιν — ἀργήεις white masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргентина — Аргентинская Республика República Argentina … Википедия